- τρίχινα
- τρίχινοςof hairneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριχίνας — τριχίνᾱς , τρίχινος of hair fem acc pl τριχίνᾱς , τρίχινος of hair fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
власѧныи — (26) пр. Сделанный из грубой шерсти: а ѡдежа ѥго бѣ свита влас˫ана остра на ||=тѣлѣ ЖФП XII, 42 43; багр˫аницю влас˫аноую [вм. влас˫аною] измѣньшю ризою. и житиѥ мьнишьскоѥ приѥмъшемоу. (τρίχινον) ЖФСт XII, 102 об.; въ власѩныхъ. и ни въ какыхъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Fortezza von Rethymno — p3 Fortezza von Rethymno Südseite der Fortezza im Stadtgebiet von Rethymno … Deutsch Wikipedia
σακκοφόρος — ον, ΜΑ (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ σακκοφόροι ονομασία θρησκευτικής αίρεσης αρχ. 1. αυτός που φορά τρίχινα ενδύματα που μοιάζουν με σάκους 2. αχθοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek
σακχυφάντης — ὁ, Α αυτός που υφαίνει σακιά ή τρίχινα υφάσματα, ο σακκοϋφάντης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκκος + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. εριο ϋφάντης, με τροπή τού κ στο αντίστοιχο δασύ πριν από δασυνόμενη λ.] … Dictionary of Greek
τρίχινος — η, ο / τρίχινος, ίνη, ον, ΝΜΑ κατασκευασμένος από τρίχες (α. «τρίχινα σχοινιά» β. «τριχίνους χιτῶνας», Ξεν.) μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχινον ένδυμα υφασμένο από τρίχες αρχ. (για δορά) αυτός που έχει τρίχες («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ) … Dictionary of Greek
τριχινοφόρος — ον, Μ αυτός που φορεί τρίχινα ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχινος + φόρος*] … Dictionary of Greek
τριχότονος — ον, Α αυτός που τεντώνεται με τρίχινα σχοινιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. σχοινό τονος] … Dictionary of Greek
Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… … Dictionary of Greek